- σταξιά
- η, Νσταλιά, σταλαγματιά, σταγόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάξη + κατάλ. -ιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταξιά — η σταγόνα, σταλιά: Έχεις μια σταξιά από λάδι στο παντελόνι σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek